- παντορέκτης
- παντο-ρέκτης, ὁ, alles tuend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παντορέκτης — (I) και παντορέκτης, ὁ, Α αυτός που είναι ικανός να πράξει τα πάντα («οὐ θέλω συνοικεῑν Ἔρωτι παντορέκτα», Ανακρεόντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ῥέκτης «δραστήριος» (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο ρρέκτης]. (II) ὁ, Α αυτός που επιθυμεί τα πάντα … Dictionary of Greek
παντορέκται — παντορέκτης all desiring masc nom/voc pl παντορέκτᾱͅ , παντορέκτης all desiring masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντορέκτην — παντορέκτης all desiring masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντορέκτα — παντορέκτᾱ , παντορέκτης all desiring masc nom/voc/acc dual παντορέκτης all desiring masc voc sg παντορέκτᾱ , παντορέκτης all desiring masc gen sg (doric aeolic) παντορέκτης all desiring masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek
παντορέκτας — παντορέκτᾱς , παντορέκτης all desiring masc acc pl παντορέκτᾱς , παντορέκτης all desiring masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)